Του Γ. Μπήτρου
Μια πολύ γνωστή εικόνα της Καποδιστριακής εποχής είναι αυτή του Εθνικού Τυπογραφείου στην Αίγινα. Το μεγάλο αυτό κτίριο – όπως και πολλά άλλα – δεν υπάρχει σήμερα. Πιθανολογείται ότι βρισκόταν στην περιοχή ακριβώς πίσω από το κτίριο «Βογιατζή» στην σημερινή πλατεία Εθνεγερσίας.
Η Εθνική Τυπογραφία όμως είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο που αξίζει να γνωρίζει όχι μόνο ο μελετητής της ιστορίας αλλά και κάθε άνθρωπος που αγαπά τον τόπο του.
Ας δούμε λοιπόν τα γεγονότα.
Το επίσημο όργανο των Εθνοσυνελεύσεων και της Διοίκησης, η Τυπογραφία της Διοικήσεως (1825-1827) εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου μεταφέρθηκε και η έδρα της Διοίκησης και ονομάστηκε Εθνική Τυπογραφία (1828-1833). Ο κυβερνήτης Καποδίστριας μετακάλεσε από το Παρίσι τον Γεώργιο Αποστολίδη Κοσμητή για να την διευθύνει, με υποδιευθυντή τον Παύλο Πατρίκιο. Η Εθνική Τυπογραφία της Αίγινας τύπωσε τη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδας το 1828-1830, την Αιγιναία, εφημερίδα «φιλολογική, επιστημονική και τεχνολογική» το 1831 και μερικά βιβλία για σχολική χρήση κυρίως. Τότε (1830) εκδίδεται και το πρώτο εν Ελλάδι βιβλίο μουσικής διδασκαλίας, η Συνοπτική γραμματική είτε (sic) στοιχειώδεις αρχαί της Μουσικής μετά προσαρμογής εις την κιθάραν του Νικολάου Φλογαΐτη.
Το Εθνικό Τυπογραφείο στην Αίγινα.
Όταν η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, τον Σεπτέμβρη του 1830 την ακολούθησε και ένα τμήμα της Εθνικής Τυπογραφίας. Αυτό το τμήμα τύπωνε τη Γενική Εφημερίδα για το 1830-1832, που άλλαξε τον τίτλο της σε «Εθνική Εφημερίς» το 1832-1833, που ξανά άλλαξε τον τίτλο της σε Εφημερίς της Κυβερνήσεως 1833-1834, το περιοδικό Αθηνά «ήτοι ανάλεκτα οικονομικά και περί εφευρέσεων» του Γεώργιου Χρυσίδη και 15 περίπου βιβλία.
Η Εθνική Τυπογραφία συγκεντρώνει τελικά και τα δυο τμήματά της στο Ναύπλιο το 1833 ενώ το 1834 μετακομίζει — οριστικά αυτή τη φορά — στην Αθήνα, και μετονομάζεται σε Βασιλική Τυπογραφία (1833-1862) σε κτίριο που χτίστηκε ειδικά για να στεγάσει τον εξοπλισμό. Από το τυπογραφείο της Εθνικής Τυπογραφίας στο Ναύπλιο εξεδόθη το 1831 το ποίημα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή «Δήμος και Ελένη», καθώς φυσικά και όλα τα διοικητικά έντυπα.
Ταυτόχρονα η ιδιωτική τυπογραφία στο Ναύπλιο αναπτύχθηκε πρώτα από όλους από τον περισσότερο ειδήμονα Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος, σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Δημίδη, ίδρυσε το πρώτο ιδιωτικό τυπογραφείο το 1828. Από το τυπογραφείο αυτό έχουν διασωθεί μόνον δύο εκδόσεις: η Αριθμητική του Διονυσίου Πύρρου και η Περίληψις του Ευαγγελίου του Νικηφόρου Νικητόπουλου. Η συνεργασία Τόμπρα–Δημίδη δεν μακροημέρευσε, και το 1829 έχουμε τη συνεργασία του Τόμπρα με τον Κωνσταντίνο Ιωαννίδη και τον Γεώργιο Μελισταγή που κατέληξε στην ίδρυση τυπογραφείου που θα λειτουργήσει μέχρι το 1833. Το τυπογραφείο θα εκδώσει 12 τίτλους βιβλίων, από τους οποίους οι 10 είναι εκτέλεση παραγγελιών άλλων και όχι έκδοση δική τους. Δική τους έκδοση είναι το Συλλογή μαθημάτων ελληνικών εκ διαφόρων συγγραφέων συλλεχθέντων χάριν της νεολαίας παρά Κωνσταντίνου Τόμπρα το 1829, που θα επανεκδώσουν το 1832, ένα βιβλίο για τη σχολική αγορά που έκανε τα πρώτα της βήματα εκείνον τον καιρό.
Ωστόσο, η μακροβιότερη και ευτυχέστερη τυπογραφική συνεργασία είναι του Τόμπρα με τον Κ. Ιωαννίδη και η λειτουργία του τυπογραφικού οίκου «Ο Κάδμος». «Ο Κάδμος» θα ιδρυθεί το 1833, και θα κρατήσει ως το θάνατο του Τόμπρα το 1846. Από κει και πέρα ο Ιωαννίδης θα συνεχίσει μόνος, μέχρι και το δικό του θάνατο το 1879. Αυτή η τυπογραφία όντας ιδιαίτερα δραστήρια, τύπωσε βιβλιογραφικό κατάλογο των εκδόσεων της, λειτούργησε αναγνωστήριο για το κοινό και βιβλιοπωλείο με δυνατότητα παραγγελίας–παραλαβής βιβλίων, διεκπεραίωνε όλες τις τυπογραφικές ανάγκες του Δήμου Ναυπλιέων και των αρχών της Επαρχίας και του Νομού. Στο Ναύπλιο αυτά τα χρόνια λειτούργησαν 6 ακόμα — εκτός του Τόμπρα — τυπογραφεία ιδιωτικά που τύπωσαν 35 τίτλους βιβλίων, τα οποία από το 1836 θα μεταφερθούν στην Αθήνα.[1] Η ανάπτυξη της τυπογραφίας στο Ναύπλιο αντικατοπτρίζεται στους αριθμούς: συγκεκριμένα το 1828 τυπώνονται 2 μόνο βιβλία στο Ναύπλιο (ένα σχολικό, και ένα εκκλησιαστικό)και 1 εφημερίδα ενώ το 1833 οι εφημερίδες έχουν φτάσει στις 7 και τα βιβλία, τα 15 (εξαιρουμένων τα μονόφυλλα και τα της διοικήσεως).[2]
Στην Αίγινα η εκδοτική κίνηση δημιουργήθηκε χάρη στην ύπαρξη της Εθνικής Τυπογραφίας που παρακίνησε ιδιώτες τυπογράφους να ιδρύσουν δικά τους τυπογραφεία. Ένας από αυτούς είναι ο Αντρέας Κορομηλάς, που ξεκίνησε την τυπογραφική – εκδοτική δραστηριότητά του από την Αίγινα, αφού πρώτα έμαθε την τέχνη στην Εθνική Τυπογραφία, και μετά μετακόμισε στην Αθήνα για να αναδειχτεί ένας από τους ισχυρότερους τυπογράφους των επόμενων δεκαετιών. Πριν το τυπογραφείο μεταφερθεί στην Αθήνα το 1839, τύπωσε 29 τόμους, 14 έργων του Νεόφυτου Δούκα, και ακόμα 9 βιβλία διαφόρου περιεχομένου. Στην Αίγινα, δραστηριοποιείται και ο εκδότης της εφημερίδας Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος για το διάστημα 1828-1829, Παντελής Κ. Παντελής. Ο Παντελής είχε ξεκινήσει την εφημερίδα του από την Ύδρα, το 1827, και όταν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, το 1828 ανέλαβε και κάποιες τυπογραφικές εργασίες για λογαριασμό της Διοίκησης, καθώς και την έκδοση 4 βιβλίων.
Αν και στην Ερμούπολη της Σύρου, το 1828 τυπώθηκαν 2 βιβλία, μια μαγειρική και μια μετάφραση της Φαίδρας του Ρακίνα, χωρίς όμως να αναφέρουν όνομα τυπογραφείου, το πρώτο επώνυμο τυπογραφείο που δραστηριοποιήθηκε εκείνη την εποχή ήταν του Σφοίνη, το 1830, ενός δασκάλου που ήρθε από τη Σάμο, και έστησε ένα μικρό τυπογραφείο στη σημερινή πλατεία Μιαούλη. Το τυπογραφείο του ήταν μικρότατο και το δούλευαν μόνο 2 άτομα, αυτός και ένας τυπογράφος από τη Χίο. Το 1831 προστέθηκε και το τυπογραφείο των Ν. Γραβινού και Ι. Γαρουφαλλή.[3] Από αυτό το τυπογραφείο θα προέλθει ένα από τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια αριθμητικής, του Γεώργιου Παπά Σταματίου Χαρτουλάρη, το Απάνθισμα Αριθμητικής που εξεδόθη το 1831. Από το τυπογραφείο αυτό, όταν η επιχείρηση θα πουληθεί στον Ιωάννη Λεκάτη, θα προέλθει ο εξοπλισμός του πρώτου τυπογραφείου που θα λειτουργήσει στη Σάμο από το 1832.
Συνοπτικά η βιβλιοπαραγωγή στο ελληνικό κράτος (εκτός από μονόφυλλα και διοικητικού περιεχομένου) την περίοδο 1828-1833 ήταν η εξής:[2]
· 1828: 21
· 1829: 24
· 1830: 14
· 1831: 31
· 1832: 21
· 1833: 23
Στα εδάφη με Έλληνες που δεν ανήκουν τότε στο ελληνικό κράτος, τα Επτάνησα και συγκεκριμένα η Κεφαλλονιά, η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα έχουν ήδη τυπογραφική παραγωγή ενώ και ομογενειακές τυπογραφικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Σμύρνη, στη Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στα Ιωάννινα και στη Σάμο.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Το κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου δεν υπάρχει σήμερα. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, κοντά στη σημερινή Πλατεία Εθνεγερσίας, πίσω από το σημερινό “Ποσειδώνειον"
Της Λίνας Μπόγρη – Πετρίτου
Αιτία διχογνωμίας και αφορμή για δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο («Μάχη της Αίγινας») υπήρξαν παλαιότερα, αν το Νομισματοκοπείο στεγάστηκε σε δικό του κτίριο, ή λειτούργησε στο ισόγειο του Κυβερνείου.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην άποψη της «συστέγασης» του, με τον Κυβερνήτη , βοήθησε ιδιαίτερα, ο Σπ. Λάμπρου, με το άρθρο του, στην εβδομαδιαία ΕΣΤΙΑ (αρ.591,έτος ΙΒ,τόμος ΚΓ), της 26-4-1887, « ΤΟ ΠΑΛΑΤΙΟΝ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗ ».
Μετά την επίσκεψή του, ο Σπ. Λάμπρου, γράφει: «Εν τη αυλή του Κυβερνείου εύρηται εγκεχωσμένος σιδηρούς άκμων … είναι το μόνον σωζόμενον λείψανον των μηχανών του νομισματοκοπείου … εκεί λοιπόν εκόπτοντο οι φοίνικες και τα χαλκά νομίσματα της πρώτης ελευθέρας ελληνικής πολιτείας. Η κάμινος εν η ανελύετο το μέταλλον έκειτο εν τοις ισογείοις του Κυβερνείου …»
«Η παράδοση αυτή είναι εξοργιστικά παραπλανητική, και παρέσυρε τους νεώτερους, ενώ είναι απίθανο και παράλογο να υπάρχουν κάτω από το σπίτι του Κυβερνήτη, μηχανήματα με το θόρυβο της προετοιμασίας και της κοπής των νομισμάτων χωρίς να παραλείψουμε επίσης το μέγεθος του κινδύνου της δυνατής φωτιάς για το καμίνι , όπου έλιωναν το «μπακίρι» …», έλεγε η αείμνηστη Γωγώ Κουλικούρδη, όταν ταξινομούσαμε, ακόμα και μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2002, – δύο μήνες πριν «φύγει» από κοντά μας-, στοιχεία για τα επόμενα βιβλία της (ίσως και τρία τον αριθμό : για τα κτίρια που στέγασαν Δημόσιες Υπηρεσίες , για το Εθνικό Κτηματολόγιο, για τα τοπωνύμια κ. ά .)
Μέσα από τις επιστολές του Ιωάννη. Καποδίστρια προς τον Αλεξ. Κοντόσταυλο, διαβάζουμε για το ταξίδι του δεύτερου στη Μάλτα , και την αγορά των μηχανημάτων του Νομισματοκοπείου από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, την εντολή για αγορά οικοπέδου, ώστε να κτιστεί οίκημα για τη στέγαση του κ. ά .
Τον Φεβρουάριο 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας στεγάζει το θησαυροφυλάκειο σε ένα σπίτι της αυλής του Κυβερνείου, όπου έμενε η χήρα του Δημητρίου Μοίρα.
Από τον Φεβρουάριο 1829, έχουμε στοιχεία για το Νομισματοκοπείο, από τα Γ.Α.Κ., στους φακέλους της Γεν. Γραμματείας, της Επιτρ. Οικονομίας, του Γεν. Φροντιστηρίου …
Τον Μάρτιο 1829, διαταγή προς τον Αλεξ. Κοντόσταυλο για «…ίδρυση οικίας Νομισματοκοπείου…», και τον ίδιο μήνα αναφέρεται οίκημα.
Τον Ιούνιο 1829, η Επιτρ. Οικονομίας υποβάλλει λογαριασμό οικοδομής και εγκατάστασης μηχανών.
Η Γωγώ Κουλικούρδη, ορίζει την περιοχή του Λιβαδιού ή της Καραντίνας, για το οίκημα, όπως επίσης και την παραχώρηση του, – από το κράτος- στα 1845, στον Αλεξ. Ηρειώτη, μέσω της Υποδ. Μεγαρίδος.
Η λειτουργία του έπαψε, κατά τον Μάρτιο του 1830, με διαταγή του Ιωάννη Καποδίστρια, προς τον Αλεξ. Κοντόσταυλο. Αναφέρονται και ταραχές.
Και ο επίλογος γράφεται τον Νοέμβριο στα 1831, από τη μεγάλη πυρκαγιά, όπως αποτυπώνεται μέσα από τις αναφορές του Δ.. Αίγινας στην Δ.Ε. και στην Επιτρ. Οικονομίας, αλλά και στους φακ. της Γεν. Γραμματείας, από τις 25 Νοεμβρίου έως τις 2 Δεκεμβρίου 1831.
Είναι εύκολο να φανταστούμε τι θα άφηνε πίσω της η πυρκαγιά, αν κάτω απ’ το «παλάτι του Μπαρμπαγιάννη» είχαν στεγάσει το Νομισματοκοπείο!…
Το βέβαιο είναι ότι μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, και την πυρκαγιά, τα λείψανα των μηχανημάτων μεταφέρθηκαν για φύλαξη στο ισόγειο του Κυβερνείου και… μόνο τότε !…